- βροτός
- βροτός, -όν (AM)ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό)αρχ.ως επίθ. «βροτός ανήρ» — άνθρωπος θνητός και όχι θεός.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός < μβρατός < *μρατός < *mrtόs < *mer- «πεθαίνω» (πρβλ. λατ. morior «πεθαίνω», και τα παρεμφερούς σημασίας αρχ. ινδ. mriyάte, αρμ. meramin, αρχ. σλαβ. mĭr). Η λ. βροτός συνδέεται μορφολογικά με τα αρχ. ινδ. mrta- «πεθαμένος», αβεστ. mətəta- «νεκρός», λατ. mortuus «πεθαμένος», αρχ. σλαβ. mrbtvb «νεκρός», αλλά διαφέρει σημασιολογικά, διότι το -το- του βροτός έχει τη σημασία της δυνατότητας του «θνήσκειν». Παράλληλα δε με το βροτός υπάρχει και το μορτός (πρβλ. αρχ. ινδ. marta-, αβεστ. mardta- «άνθρωπος») από διαφορετική αντιπροσώπευση του -r- (-r- = -ροή -ορ-). Τέλος υποστηρίζεται ότι συνδέεται ετυμολογικά με τα μαραίνω, μαρασμός, μάρμαρος «πέτρα που λάμπει στον ήλιο». Η λέξη είναι καθαρά ποιητική και απαντά στον Όμηρο (Ιλ., Οδ.), στον Ευριπίδη (Ανδρομάχη), στον Αισχύλο (Ικέτιδες), στον Σοφοκλή (Αντιγόνη), στον Πίνδαρο. Ο τ. στον πληθυντικό (βροτοί) εμφανίζεται κανονικώς χωρίς άρθρο, εκτός αν προσδιορίζεται από κάποιο επίθετο ή αντωνυμίαπρβλ. «των πολυπόνων βροτών». Σπανιότερα η λ. βροτός χρησιμοποιείται και στον πεζό λόγο (απαντά στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη), αντίθετα προς το θνητός που χρησιμοποιείται τόσο στον ποιητικό όσο και στον πεζό λόγο, πράγμα που συνετέλεσε και στο να διατηρηθεί και στη νέα Ελληνική.ΠΑΡ. αρχ. βρότειος, βροτήσιος(αρχ. -μσν.) βροτούμαι.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. βροτόγηρυς, βροτολοιγός, βροτοσκόπος, βροτοστόνος, βροτοστυγής, βροτοφελής, βροτοφθόρος(αρχ. - μσν.) βροτοκτόνοςμσν.βροτομήτωρ, βροτοσώστης(Β' συνθετικό) αρχ. άβροτος, ακεσίμβροτος, αλεξίμβροτος, άμβροτος, αμφίβροτος, δαμασίμβροτος, εγερσίμβροτος, εναρίμβροτος, ημίβροτος, θελξίμβροτος, ιππόβροτος, λησίμβροτος, λυσίμβροτος, μελάμβροτος, μελησίμβροτος, μιξόμβροτος, ολεσίμβροτος, οπιθόμβροτος, πεισίβροτος, πεισίμβροτος, πλειστόμβροτος, πρόβροτος, σαόμβροτος, σαοσίμβροτος, τερψίμβροτος, φαεσίμβροτος, φαυσίμβροτος, φθερσίβροτος, φθισίβροτος, φθισίμβροτος, φιλόμβροτος].
Dictionary of Greek. 2013.